υπερκλασμάτωση

υπερκλασμάτωση
η, Ν
χημ. τεχνική λεπτομερέστατου διαχωρισμού τών προϊόντων πετρελαίου με κλασματική απόσταξη σε πύργους που διαθέτουν πολλούς δίσκους συμπύκνωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. superfractionement].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”